Οι διαφορές ανάμεσα στις δύο τεχνικές είναι πολύ ουσιώδεις και αφορούν βασικά στο χειρουργικό τραυματισμό του δέρματος και τις συνέπειές του.
Στην τεχνική strip το πρόβλημα δεν είναι μόνο η σε διάφορο βαθμό εμφανής δερματική ουλή στη δότρια περιοχή, αλλά κυρίως οι επιπτώσεις της τεχνικής σε αυτό καθ’ εαυτό το αποτέλεσμα της επέμβασης. Η προετοιμασία-διαμόρφωση των τελικών τριχοθυλακίων που θα μεταμοσχευτούν, γίνεται με συνεχείς δερματικούς μικροτεμαχισμούς που επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα και την επιβίωσή τους και επομένως τη φύτρωση των νέων τριχών.
Επίσης ο συνήθης τρόπος εμφύτευσης των τριχοθυλακίων, που γίνεται με λαβίδες σε προσχηματισμένες δερματικές υποδοχές, προκαλεί εκτεταμένη ουλοποίηση- ίνωση στο δέρμα της λήπτριας περιοχής. Η ίνωση αυτή επηρεάζει αρνητικά τόσο το ποσοστό της τελικής φύτρωσης των νέων τριχών όσο και τη φυσικότητα του αποτελέσματος όσον αφορά την κατεύθυνση και τη γωνία φύτρωσης των τριχών.
Στην τεχνική FUE/Implanters, στα χέρια του έμπειρου χειρουργού, ο χειρουργικός δερματικός τραυματισμός είναι σαφώς πιο ελεγχόμενος και γίνεται ελάχιστος. Δεν υπάρχει καμία έννοια εμφανούς ουλής στο δέρμα του τριχωτού της κεφαλής, δεν γίνεται καμία προετοιμασία των τριχοθυλακίων πριν την εμφύτευσή τους και επομένως δεν επηρεάζεται η ποιότητά τους, δεν δημιουργούνται τομές – υποδοχές στο δέρμα της λήπτριας περιοχής και χρησιμοποιούνται εξειδικευμένα εργαλεία ακριβείας τόσο για την εξαγωγή (electric punch) όσο και για την τοποθέτηση των τριχοθυλακίων (implanters).
Σαν συνέπεια όλων των ανωτέρω, η ίνωση στο δέρμα είναι η ελάχιστη αναμενόμενη και η επιβίωση των τριχοθυλακίων δεν επηρεάζεται αρνητικά. Η τελική φύτρωση των μεταμοσχευμένων τριχοθυλακίων παρατηρείται σε ποσοστό άνω του 90% και με απολύτως φυσική εικόνα της νέας τριχοφυΐας.